- μυρμήκειον
- μυρμήκ-ειον, τό, a species of φαλάγγιον, Nic.Th.747, cf. Plin. HN29.87.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυρμήκειον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρμηκείου — μυρμήκειον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρμήκειος — μυρμήκειος, ον (Α) 1. όμοιος με μυρμήγκι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρμήκειον είδος αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος «μυρμήγκι» + κατάλ. ειος (πρβλ. λύκ ειος)] … Dictionary of Greek